- ξινοτύρι
- ξινότυρο τό кислый, кисловатый сыр
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξινοτύρι — και ξινότυρο, το είδος τυριού με υπόξινη γεύση το οποίο παρασκευάζεται από αποβουτυρωμένο γάλα … Dictionary of Greek